Replace

Wednesday 23 March 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ: "ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ", ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ



ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ 




Την έπιασα από το λαιμό και την έσυρα μπροστά μου. Το βλέμμα της παρέμενε αγέρωχο, μα άρχισε να πνίγεται. 
Είχα τυφλωθεί από έναν ανόσιο θυμό: θυμό προς τον εαυτό μου που νόμιζα ότι μπορούσα πάντα να καλύπτω τις μαλακίες του αδελφού μου, θυμό προς τον κύριο Π. που ένας Θεός ξέρει γιατί φέρθηκε έτσι, θυμό προς εκείνη που μου σακάτεψε την ζωή, θυμό προς την αδελφή της που ήταν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. 
Κλότσησε ανάμεσα στα πόδια μου, με αποτέλεσμα το κράτημα μου να αποδυναμωθεί. Αυτό της ήταν αρκετό για να ξεφύγει και να τρέξει προς την αντίθετη πλευρά. Βρεθήκαμε ξανά στη κουζίνα, δύο ισάξιοι αντίπαλοι, δύο ερωτευμένοι εχθροί και η Μόϊρα προσπάθησε να μιλήσει.
“Δεν... δεν... δεν θέλω να ολοκληρώσω την εκδίκηση μου Κριστόφ. Δεν... δεν... δεν μπορώ.”
Έβηχε και δάκρυζε-- ήμουν έτοιμος να τρέξω και να της πω ότι θα περάσουν όλα, θα τα περάσουμε όλα μαζί, ενωμένοι, σαν μια γροθιά, όπως κάναμε πάντα τους τελευταίους έντεκα μήνες και κάτι.
Όμως, ο εγωισμός μου δεν άφηνε περισσότερες επιλογές. Έτρεξα προς τα πάνω της και την έπιασα από τη μέση, την έριξα κάτω και τοποθέτησα το σώμα μου πάνω από το δικό της. Όντας πολύ πιο ψηλός, κλείδωσα τα χέρια και πόδια της με τα δικά μου και όσο και να προσπαθούσε να με ξετινάξει από πάνω της, ήταν ψυχικά τόσο αδύναμη που της ήταν αδύνατο. 
“Κριστόφ, κάνε ό,τι θες. Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω. Δεν μπορώ να χάσω το μόνο άτομο που με έκανε να πιστέψω ξανά σε κάτι τόσο όμορφο και τόσο δυνατό: την αγάπη.”
Τα λόγια της ζέσταναν την καρδιά μου και για λίγα λεπτά απλά καθήσαμε έτσι, χωρίς να μιλάμε και χωρίς να κουνιόμαστε, μόνο κοιτώντας στα μάτια ο ένας τον άλλον. Μα καλά τι πήγαινα να κάνω; Να σκοτώσω τη μόνη γυναίκα που αγάπησα; Τη μοναδική που τόσο καιρό με είχε κάνει να γελάσω και να αισθανθώ μέχρι και οίκτο για πολλά θύματα; Τη μοναδική που μου έδειξε τη δύναμη των αισθημάτων; 
“Δεν δικαιολογώ ούτε εμένα, ούτε τον αδερφό μου Μόϊρα. Κατακρίνω τις πράξεις του και τις δικές μου. Δεν μπορώ να συγχωρέσω κανέναν από τους δυο μας και ποτέ δε θα ξεχάσω όσα έκανε. Όμως, πρέπει να καταλάβεις, ότι τον δολοφόνησες εν ψυχρώ και όπως εκείνος σου έκλεψε την αδερφή σου, έτσι και εσύ πήρες με την βία τον μικρότερο αδερφό μου, το ίδιο μου το αίμα. Δεν είσαι καλύτερη απο αυτόν, κάθε άλλο. Είσαι μια στυγνή δολοφόνος που απλά τυχαίνει να είσαι και η γυναίκα της ζωής μου.”
Άγγιξε το πρόσωπό μου και ψιθύρισε λες και φοβόταν την αντίδραση μου.
“Δηλαδή...”
“Δηλαδή θέλω να σε σκοτώσω.. αλλά με φιλιά. Δεν σημαίνει ότι δεν θα στο κρατήσω όλο αυτό, αλλά αν θες και εσύ να αλλάξεις, θέλω και εγώ. Με έναν όρο: τέρμα ο κύριος Π., τέρμα τα πληρωμένα συμβόλαια θανάτου. Δίνουμε όσα λεφτά έχουμε, αλλάζουμε ονόματα και ταυτότητες και φεύγουμε από εδώ.”
Το χαμόγελο της απλώθηκε στα μάτια της και σχεδόν ούρλιαξε “ναι” από τη χαρά της.
Επιτέλους, θα την είχα δική μου, μόνο δική μου και θα ήμουν ολοδικός της. Δεν θα μας ένοιαζε τίποτα άλλο, κανένας αντιπερισπασμός, κανένα καινούργιο συμβόλαιο θανάτου. Και οι δυο ψάχναμε διαφυγή από αυτή τη ζωή και τελικά την βρήκαμε ο ένας στα θέλω του άλλου.
Ξαφνικά άκουσα φωνές και την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει και να κλείνει. Σε μηδενικό χρόνο μας περιτρυγύρισαν πέντε άντρες με αυτόματα. Ένιωσα το καυτό μέταλλο να σημαδεύει τον αυχένα μου και τέντωσα το κορμί μου.
“Σας πετύχαμε σε περιπτύξεις ε; Πίστευα ότι μέχρι τώρα θα τον είχες σκοτώσει αγαπητή μου. Αλλά μάλλον έκανα λάθος. Και βασικά, αν το καλοσκεφτείς, πάντα αυτό ήταν το λάθος σου. Διάλεγες τα συναισθήματα από την λογική, αυτό ήταν που σε έφερε κοντά μου και αυτό είναι που σε διώχνει.”
“Παλιομαλάκα, εμένα θες να σκοτώσεις. Κάντο μόνος σου. Μη την χρησιμοποιείς, δεν είναι σκλάβα σου.”
Ο κύριος Π. γέλασε δυνατά και τα μάτια της Μόϊρα έκλεισαν ενώ δάκρυα κύλησαν ξανά στα μάγουλα της.
“Αγαπητέ, δεν σου πέφτει λόγος τι θέλω και τι δεν θέλω. Δεν μιλάω με σένα πια. Μόϊρα θα σου δώσω μια μόνο λύση να ξεφύγεις από όλο αυτό. Σκότωσε τον και φεύγεις από εδώ αλώβητη. Σκότωσε τον και δεν θα δουλεύεις πια για μένα. Καίω το συμβόλαιο που σε κρατεί υπό την δούλεψή μου ενώ σε αυτό τον φάκελο-- είπε και άκουσα από πίσω μου ένα χάρτινο φάκελο να ανοίγει-- θα βρεις μια νέα ταυτότητα, διαβατήριο και πέντε χιλιάδες ευρώ να αρχίσεις την ζωή σου ξανά. Αυτό δεν ήθελες ούτως ή άλλως;”
Η Μόϊρα τον κοιτούσε όλη την ώρα που μιλούσε και ένιωθα την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα. Κατάλαβα πως της έδινε κάτι που το ήθελε τόσο καιρό, και το ήθελε πολύ, μα τα χέρια της ακόμα έσφιγγαν τα δικά μου.
“Δεν θέλω την λύπη σου. Αν είναι να τον σκοτώσεις απόψε, σκοτώνεις και τους δυο μας.”
“Μα είσαι και ηλίθια, εκτός από αδύναμη! Θα έχεις την ίδια τύχη με την αδερφή σου! Τόσα χρόνια ήθελες να βρεις αυτούς που κανόνισαν τον βιασμό της, αλλά μάντεψε ξανά! Η πουτάνα η αδερφή σου μου είχε ζητήσει λεφτά, ήθελε να φύγει από τη τρελή την μάνα σου. Μου είπε ότι σε αγαπούσε τόσο πολύ και δεν μπορούσε να σε αφήσει, όμως δεν άντεχε να ζει υπό τέτοια πίεση. Ήταν μια υπέροχη τσουλίτσα, δούλεψε για μένα σαν πόρνη επειδή είσασταν φτωχοί, μάζευε τα χρήματα της την νύχτα για να ξεκουμπιστεί από την καλύβα σας. Και όχι ότι δεν της άρεσε... Κάθε άλλο όταν της έβαζα--”
“Θα σε σκοτώσω το ακούς! Εσύ, εσύ φταις για όλα! Με κορόϊδεψες, με έκανες ό,τι ήθελες! Εσύ τους έβαλες, εσύ την δολοφόνησες, εσύ!”
Ο κύριος Π. συνέχισε ακάθεκτος και εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την Μόϊρα που λίγο ήθελε να με διώξει από πάνω της. Ήταν λες και την είχε κυριέψει ένας απίστευτος θυμός, ένας θυμός που μπορούσα να νιώθω να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα.
“Αρνήθηκε να συνεχίσει άλλο, είχε μαζέψει πλέον όσα ήθελε, βλέπεις, και δεν γούσταρε να έχει άλλα πάρε-δώσε μαζί μου. Μια εβδομάδα πριν δολοφονηθεί, ήρθε στο μέρος που κανονίζω τις διεθνείς δουλειές μου και με πρόσεβαλλε μπροστά στα πιο σημαντικά κεφάλια της Ιταλικής και Ισπανικής νύχτας. Εννοείται ότι δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι αυτό! Έτσι, πλήρωσα τον σάπιο Μένσικαφ με τους φίλους του να την μεθύσουν, να την βιάσουν και να την σκοτώσουν. Ήταν ο μόνος ανώριμος μπάσταρδος που θα έκανε τα πάντα για λίγα χιλιάρικα χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες.
Και αν το καλοσκεφτείς, δεν γινόταν και να αρνηθεί, ούτε αυτός ούτε η παρέα του, μιας και η αδερφή σου ήταν τόσο βρωμιάρα που το ήθελε και δεν το έλεγε. Ξέρεις ότι είχε πάει με τρεις μαζί ε; Ε, ένας παραπάνω δεν θα την ένοιαζε, σωστά;”
Η Μόϊρα είχε βγει εκτός ελέγχου, ουρλιάζε να την αφήσω, με χτυπούσε με τα γόνατα και τις γροθιές της, μου έδινε χαστούκια και δαγκωνιές. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν την άφηνα από τα χέρια μου, μιας και ο κύριος Π. θα την σκότωνε επιτόπου. Είμασταν και οι δυο θύματα ενός παράφρονα σαδιστή και για να ξεφεύγαμε θα έπρεπε να προσαρμοζόμασταν στις δεδομένες συνθήκες. Βασική αρχή επιβίωσης στον χώρο μας.
“Θα κάνει ό,τι πεις. Θα με σκοτώσει.”
“Τι; Κριστόφ, δεν υπάρχει περίπτωση να σκοτώσω εσένα! Δεν θα σου πάρω τη ζωή, δεν θα το κάνω, τι λες; Πας καλά; Τον προστατεύεις;”
“Εσένα προστατεύω, μάτια μου.”
Και με αυτό, έβαλα ένα από τα πεσμένα μαχαίρια στο χέρι της και το έμπηξα μέσα μου. Η Μόϊρα δεν κατάλαβε τι είχε γίνει, φώναζε και προσπάθησε να κλείσει την πληγή, μα μάταια. Σηκώθηκε από κάτω και με ξάπλωσε ώστε να προσπαθήσει να κρατήσει την πληγή με τα χέρια της. Είχε γεμίσει αίμα και δάκρυα και με παρακαλούσε να αντιστρέψω τον χρόνο, να μην την αφήσω και να γυρίσω σε εκείνη.
Τι έκανες Κριστόφ; Τι;”
“Φύγε επιτέλους! Θα συναντηθούμε εκεί που δεν δύει ποτέ ο ήλιος. Στο καταφύγιο μας.”

Και με αυτό, έκλεισα τα μάτια μου και έσφιξα τα δάχτυλα της για μία τελευταία φορά. 
`
~Augustine 


No comments:

Post a Comment